
γράφει η Μαρία Βηλαρά, φιλόλογος, Μ.Α., επιστημονική συνεργάτις
Η Φιλοξενία (< φιλῶ (= αγαπώ) + ξένος) αφορά την περίθαλψη και τη φροντίδα, που λαμβάνει ένας ξένος από κάποιον οικοδεσπότη. Στην αρχαία Ελλάδα δε, τη θεωρούσαν ως σεπτό τους χρέος, καθώς προστάτης της ήταν ο Ξένιος Ζευς. Οι ξένοι, λοιπόν, λογίζονταν ως πρόσωπα ιερά και σεβαστά, διότι επικρατούσε η διττή άποψη είτε ότι ήταν σταλμένοι από τους θεούς είτε ότι οι ίδιοι οι θεοί, εξανθρωπισμένοι, επισκέπτονταν τους θνητούς, για να ελέγξουν ποιοι από αυτούς τηρούσαν ευλαβικά τους θρησκευτικούς κανόνες και ποιοι φέρονταν ανέντιμα και προσβλητικά, ως υβριστές.
Οι ηθικές δεσμεύσεις της Φιλοξενίας ήταν οι εξής:
α. η φιλοξενία να προσφέρεται, αφειδώλευτα, σε κάθε περαστικό, ανεξάρτητα από την κοινωνική του τάξη, την οικονομική του κατάσταση ή τις πολιτικές του πεποιθήσεις·
β. ξενιστής και ξένος να μη σηκώσουν ποτέ όπλο ο ένας εναντίον του άλλου. Το ίδιο ίσχυε και για τους απογόνους τους, μιας που οι άρρηκτοι δεσμοί φιλίας κληροδοτούνταν και στην επόμενη γενιά.
Το τυπικό της Φιλοξενίας στην αρχαιότητα
Ο ιδιοκτήτης αναλάμβανε τις παρακάτω υποχρεώσεις απέναντι στον άγνωστο, που κατέφτανε στην οικία του:
α. να υποδεχτεί εγκάρδια, με προσφώνηση και χειραψία, τον ξένο και, αν εκείνος έφερε μαζί του άλογο, άρμα ή δόρυ, να μεριμνήσει, ώστε να τακτοποιηθούν·
β. να του παράσχει λουτρό. Συνήθως, τον ξένο έλουζαν οι δούλες και, κατόπιν, τον άλειφαν με λάδι και τον έντυναν με καθαρά ενδύματα·
γ. να του παραχωρήσει άνετο κάθισμα, σε περίοπτη θέση, να του φέρει νερό, για να πλυθεί και να τον φιλέψει με εκλεκτή μερίδα φαγητού και ποτού. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, μάλιστα, ο ξενιστής διοργάνωνε, προς τιμήν του ξένου, κάποια επίσημη γιορτή ή ακόμη και αθλητικούς αγώνες·
δ. να τον ρωτήσει ποιος είναι, από πού έρχεται και τι ζητά, εφόσον έχουν προηγηθεί τα τιμητικά κεράσματα. Το μοίρασμα των αγαθών του τραπεζιού με έναν ξένο, προτού γνωστοποιηθεί η ταυτότητά του, φανερώνει την ισότιμη μεταχείριση, που, με γενναιοδωρία, επιφυλασσόταν σε όλους τους επισκέπτες, ανεξαιρέτως. Συνεπώς, η ελληνική φιλοξενία είχε αναχθεί σε υπέρτατο σύμβολο δημοκρατίας και σε περίτρανη ένδειξη του υψηλού πολιτισμικού επιπέδου του ελληνικού λαού·
ε. να ακούσει με προσοχή το αίτημά του και να το ικανοποιήσει, εάν είναι εφικτό·
στ. να επιτρέψει στον ταξιδιώτη διαμονή για όσες ημέρες επιθυμεί εκείνος·
ζ. να τον αποχαιρετήσει με συμβολικά δώρα, που επισφραγίζουν τη φιλία τους·
η. να δεχτεί και ο ίδιος να διαμείνει στο σπίτι του φιλοξενούμενού του, όποτε χρειαστεί.
Ακολουθεί η παρουσίαση και η ανάλυση έξι (6) ενδεικτικών περιστάσεων φιλοξενίας στην Οδύσσεια, προκειμένου να σχηματίσουν οι μαθητές μια όσο το δυνατόν πιο καθολική εικόνα για αυτήν την πανάρχαια συνήθεια και τα στάδιά της.
Φιλοξενίες στην Οδύσσεια
1. Η φιλοξενία της Αθηνάς – Μέντη από τον Τηλέμαχο (ραψ. α, στ. 139-161, 188-19ο, 193-196 και 343-353)
Η θεά Αθηνά εμφανίζεται στο παλάτι της Ιθάκης με τη μορφή του Μέντη, εμπόρου και προσωπικού φίλου του Οδυσσέα, επιδιώκοντας να αναπτύξει ένα κλίμα οικειότητας. Ο Τηλέμαχος υποδέχεται πρόθυμα τον ξένο και τον οδηγεί στο μέγαρο του παλατιού. Αφού συγυριστούν τα πράγματά του και αφού καθίσει σε τιμητική θέση, ο Τηλέμαχος φροντίζει, ώστε να δημιουργηθούν οι καλύτερες συνθήκες, για να απολαύσει ο ξένος το φαγητό του. Οι υπηρέτες κουβαλούν νερό, για να πλύνουν τα χέρια τους ο ξένος και ο οικοδεσπότης, πριν από το πλούσιο δείπνο φιλοξενίας, με τα διαλεχτά εδέσματα και το άφθονο κρασί.
Αξιοσημείωτο είναι ότι το βασιλόπουλο αποσύρεται μαζί με την Αθηνά – Μέντη σε ένα απομονωμένο σημείο του μεγάρου. Αυτό μαρτυρεί, από τη μία, τη ντροπή που νιώθει για τη χαοτική κατάσταση, η οποία επικρατεί στο παλάτι, εξαιτίας των μνηστήρων, και, από την άλλη, την προσπάθειά του να βρει μια ήσυχη γωνιά, όπου δεν θα τους παρατηρούν οι μνηστήρες. Γενικά, ο Τηλέμαχος εκδηλώνει την κοινωνικότητα και τη βαθιά του ευγένεια, αφού μόλις αντιλήφθηκε την παρουσία του ξένου, σταμάτησε την περισυλλογή και την ονειροπόλησή του και έσπευσε να τον προϋπαντήσει και να τον καλοδεχτεί, όπως απαιτούσαν οι άγραφοι θείοι νόμοι.
Το λουτρό και η χορήγηση δώρων, στη συνέχεια, ολοκληρώνουν την εθιμοτυπία της φιλοξενίας. Ωστόσο, η Αθηνά – Μέντης δεν δέχεται τις δύο τελευταίες φάσεις, αφ’ ενός, επειδή δεν θέλει να χρονοτριβήσει άλλο και, αφ’ ετέρου, για να μην στερήσει από τον Τηλέμαχο τα πράγματα που θα της δώριζε. Του λέει, όμως, ότι θα τα πάρει μαζί της την επόμενη φορά που θα περάσει από εκεί, ώστε να ελπίζει ο Τηλέμαχος ότι ο “ξένος” θα ξανάρθει.
Απώτερος στόχος, βέβαια, της Αθηνάς – Μέντη ήταν να παροτρύνει και να εμψυχώσει τον, ανώριμο και άπραγο, ως τότε, Τηλέμαχο να αναλάβει πρωτοβουλίες, οι οποίες θα του προσπόριζαν φήμη και δόξα. Τελικά, η θεά πέτυχε πλήρως τον σκοπό της, καθώς, με τη θαυμαστή αποχώρησή της («πέταξε σαν πουλί», στ. 355), αποκάλυψε την ταυτότητά της και προσέδωσε θεϊκή εγκυρότητα και αξιοπιστία στις συμβουλές της.
2. Η φιλοξενία του Τηλέμαχου από τον Νέστορα, στην Πύλο (ραψ. γ και ο, περιληπτικές)
Ο Τηλέμαχος, χάρη στην ενθάρρυνση της Αθηνάς – Μέντη, αποφασίζει να ταξιδέψει στην Πύλο, προκειμένου να ενημερωθεί για την τύχη του πατέρα του, από τον βασιλιά Νέστορα. Εκεί, γίνεται ευχαρίστως δεκτός από τον Νέστορα και έπονται εξαιρετικές περιποιήσεις και πρόσκληση σε δείπνο. Μετά το φαγητό, ο Τηλέμαχος απαντά στις ερωτήσεις περί της ταυτότητάς του και αναζητά κάποιο διαφωτιστικό στοιχείο για τον, επί πολλά έτη, αγνοούμενο Οδυσσέα. Ο Νέστορας δεν γνωρίζει πού βρίσκεται ο Οδυσσέας. Προτρέπει, όμως, τον Τηλέμαχο να ρωτήσει σχετικώς τον βασιλιά της Σπάρτης, Μενέλαο. Ο Νέστορας τον φιλοξενεί για ένα μόνο βράδυ στο παλάτι και, την επόμενη ημέρα, του δίνει ένα αμάξι και τον γιο του, τον Πεισίστρατο, για να πάνε μαζί στη Σπάρτη. Όταν, αργότερα, ο γιος του Οδυσσέα επιστρέφει, από τη Σπάρτη, στην Πύλο (ραψ. ο), για να αφήσει εκεί τον Πεισίστρατο, δεν ξαναπερνά από το παλάτι του Νέστορα, γιατί βιάζεται να γυρίσει στο νησί του και δεν θέλει να τον καθυστερήσει ο Νέστορας, που, οπωσδήποτε, θα του πρότεινε, πάλι, να τον φιλοξενήσει.
3. Η φιλοξενία του Τηλέμαχου από τον Μενέλαο, στη Σπάρτη (ραψ. δ και ο, περιληπτικές)
Ο Τηλέμαχος, συνοδευόμενος από τον Πεισίστρατο, φτάνει στο παλάτι του Μενέλαου, στη Σπάρτη. Η ένθερμη υποδοχή των ξένων, εδώ, πραγματοποιείται από τον Ετεωνέα, ακόλουθο του Μενέλαου, κατ’ εντολήν εκείνου. Ο Ετεωνέας παραλαμβάνει τα άλογα των ξένων, τους φέρνει μέσα στο παλάτι, προσφέρεται λουτρό και, έπειτα, τους βάζει να καθίσουν σε δύο θρόνους, δίπλα στον βασιλιά. Μετά το πλύσιμο των χεριών και το καθιερωμένο δείπνο, επρόκειτο να τεθούν ερωτήσεις σχετικά με την ταυτότητα των δύο φιλοξενουμένων. Ο Τηλέμαχος, όμως, αναγνωρίστηκε από την Ελένη, λόγω της ομοιότητας με τον πατέρα του, οπότε η ερώτηση περιορίστηκε στον σκοπό της επίσκεψής τους. Πριν την αναχώρηση του Τηλέμαχου, ο Μενέλαος ετοιμάζει αποχαιρετιστήριο γεύμα και ανταμείβει τους δύο νέους με πολυτελή δώρα φιλοξενίας (ραψ. ο).
4. Η φιλοξενία του Οδυσσέα από τον Αλκίνοο και την Αρήτη (ραψ. η – ν στ. 1-98)
Ο Οδυσσέας, αρχικώς, προσπέφτει, ως ικέτης, στα γόνατα της βασίλισσας Αρήτης, παρακαλώντας την για την επιστροφή στην πατρίδα του. Ο Αλκίνοος τον ανασηκώνει αμέσως, του παρέχει φιλοξενία και προτείνει στους υπόλοιπους άρχοντες των Φαιάκων να σκεφτούν έναν τρόπο, για τη γρήγορη επάνοδο του ξένου στον τόπο του. Όταν φεύγουν οι άλλοι, η Αρήτη ρωτά ποιος είναι ο ξένος, από πού έρχεται και ποιος του έδωσε τα ρούχα που φοράει. Τότε, ο Οδυσσέας, χωρίς να αποκαλύψει την ταυτότητά του, διηγείται μόνο πώς έφτασε, ναυαγός, στο νησί της Καλυψώς, όπου έμεινε, άθελά του, για επτά χρόνια, και πώς, φεύγοντας από εκεί, βγήκε, ναυαγός πάλι, στο νησί τους, όπου συνάντησε τη Ναυσικά, η οποία και τον βοήθησε (ραψ. η).
Την άλλη ημέρα (ραψ. θ), ο Αλκίνοος πηγαίνει με τον Οδυσσέα στην αγορά, ζητά να επανδρωθεί πλοίο για τον νόστο του και καλεί τους άρχοντες για επίσημο γεύμα στα ανάκτορα, προς τιμήν του. Επίσης, ο βασιλιάς προτείνει να διοργανωθούν αθλητικοί αγώνες, στην αγορά, για να διασκεδάσει ο ξένος, υπό τους ήχους του τραγουδιού του Δημόδοκου και με τη συνοδεία χορού. Την ώρα του ηλιοβασιλέματος, επιστρέφουν στο παλάτι, όπου η Αρήτη τοποθετεί τα δώρα των αρχόντων (χρυσό και ενδύματα) σε όμορφη κασέλα και δίνει διαταγή στις υπηρέτριες να ετοιμάσουν λουτρό για τον ξένο. Μετά το δείπνο, ο Οδυσσέας αυτοπαρουσιάζεται και περιγράφει, διεξοδικά, όλες του τις περιπέτειες (ραψ. ι – μ). Οι Φαίακες μαγεύονται από την παραστατική του διήγηση και τον τιμούν με πρόσθετα δώρα. Την επομένη, αφού εισάγονται όλα τα δώρα φιλοξενίας στο καράβι, παρατίθεται αποχαιρετιστήριο γεύμα, στα ανάκτορα, με σπονδές στους θεούς και ευχαριστήριες ευχές από τον Οδυσσέα. Το ίδιο βράδυ, το καράβι αποπλέει από τη Σχερία προς την Ιθάκη (ραψ. ν, στ. 1-98).
5. Η φιλοξενία του Οδυσσέα – ζητιάνου από τον Εύμαιο (ραψ. ξ και ο, περιληπτικές)
Ο πιστός βοσκός, Εύμαιος φιλοξενεί στο φτωχικό καλύβι του τον Οδυσσέα – ζητιάνο και, όταν, μετά το γεύμα, ζητά να μάθει ποιος είναι, εκείνος δηλώνει Κρητικός και αφηγείται μια εκτεταμένη πλαστή ιστορία, παρεμβάλλοντας και αρκετά αληθινά γεγονότα. Το βράδυ, το δείπνο φιλοξενίας είναι ιδιαίτερα περιποιημένο. Επειδή έρχεται νύχτα κρύα και βροχερή, ο Οδυσσέας επινοεί άλλη μια φανταστική διήγηση και, έτσι, εξασφαλίζει ένα ζεστό σκέπασμα και ύπνο κοντά στη φωτιά.
6. Η υπόσχεση φιλοξενίας του Οδυσσέα – ζητιάνου από τον Τηλέμαχο (ραψ. π, στ. 50-53, 56-81, 87-97)
Γυρίζοντας στην Ιθάκη, ο γιος του Οδυσσέα, μετά το ταξίδι του στην Πύλο και στη Σπάρτη, περνά πρώτα από την καλύβα του Εύμαιου, κατά το πρόσταγμα της θεάς Αθηνάς. Εκεί, συναντά τον Οδυσσέα – ζητιάνο και, όταν εκείνος σηκώνεται, για να καθίσει το αρχοντόπουλο, ο Τηλέμαχος του παραχωρεί, με σεβασμό, τη θέση του, διότι ο “ζητιάνος” είναι ξένος και μεγαλύτερός του ηλικιακά. Ύστερα, ο Εύμαιος κερνά φαγητό και πιοτό τον Τηλέμαχο και τον ξένο. Μετά το φαγητό, ο Τηλέμαχος θέλει να πληροφορηθεί ποιος είναι ο ξένος και, τότε, ο βοσκός αναδιηγείται την πλαστή ιστορία, που του είχε πει, προηγουμένως, ο Οδυσσέας. Ο Τηλέμαχος υπόσχεται να προσφέρει τα αγαθά της φιλοξενίας στον ξένο, όχι, όμως, στο παλάτι, όπου συχνάζουν οι μνηστήρες, αλλά εκεί, στο ταπεινό παράπηγμα του χοιροβοσκού.
Συνοψίζοντας…
Η φιλοξενία, για το σύνολο των αρχαίων Ελλήνων, και όχι αποκλειστικά για τον ομηρικό κόσμο, συνιστούσε ένα πολυταυτοτικό έθιμο, το οποίο επέβαλλαν οι πρακτικές, κυρίως, ανάγκες του καιρού εκείνου. Συγκεκριμένα, ήταν:
α. ένα ιερό και απαραβίαστο καθήκον, του οποίου η παραμέληση εκλαμβανόταν ως ασέβεια, επειδή περιβαλλόταν με το κύρος θεϊκής εντολής. Ο ίδιος ο Δίας, άλλωστε, είχε οριστεί ως θείος επόπτης της φιλοξενίας. Δεδομένου, μάλιστα, ότι, τότε, δεν υπήρχε οργανωμένη πρόνοια για παροχή διαμονής, περιποίησης και ασφάλειας, μόνο ένα ιδιωτικό οίκημα μπορούσε να εξασφαλίσει τέτοιου είδους υπηρεσίες σε διερχόμενα άτομα. Κατά κανόνα, ένας ξένος ήταν ναυτικός, έμπορος, οδοιπόρος ή, απλώς, φτωχός άνθρωπος, επομένως, ένα πρόσωπο άξιο να φιλοξενηθεί και να βρει ζεστασιά, θαλπωρή και φιλική συμπαράσταση·
β. ένας θεσμός κοινωνικός, επειδή συνέβαλλε στην ανάπτυξη σχέσεων συμπάθειας και αλληλεγγύης και αναδείκνυε την ευπροσήγορη συμπεριφορά και τα λεπτά αισθήματα ανθρωπιάς των ξενιστών·
γ. ένας θεσμός οικονομικός, γιατί και οι δύο πλευρές αντάλλασσαν, στο τέλος, πλήθος αναμνηστικών δώρων, τα περισσότερα από τα οποία ήταν πολύτιμα·
δ. ένας θεσμός πολιτιστικός, αφού, λόγω της έλλειψης μέσων επικοινωνίας, οι ξένοι αποτελούσαν έναν σημαντικό δίαυλο αλληλεπίδρασης με την υπόλοιπη οικουμένη. Μετέφεραν, δηλαδή, πληροφορίες για ποικίλα καίρια ζητήματα και διαφώτιζαν, με τις γνώσεις τους, άδηλες πτυχές του εμπορίου, αλλά και των κοινωνικών και πολιτικών δρωμένων της εποχής.
«Να ιδώ ποιος είμαι ζύγωσα και πούθε/το χώμα μου κρατά. Μπήκα και στάθηκα/
στο σπίτι τ’ αλμυρό, σιμά σε λάκκο./Μια μαντιλοδεμένη μου ‘φερε νερό,/
μου πρόσφερε γλυκό· ευχαριστώ την./Έκοψε και καρπούς από τον Κήπο/
του ποθητού σπιτιού μου, φρούτα λαμπερά/ό,τι λογής, διάχυτα με χείλη/
πραγματικά και μέλη εμποτισμένα/στην καλοσύνη της χαράς αντιδωρήματα».
Κ. Χαραλαμπίδης, “Γλυκό του κουταλιού”, ΚΝΛ Β΄ Γυμνασίου




